ψευδομάρτυς,-υρος

ψευδομάρτυς,-υρος
+ N 3 0-0-0-0-1=1 SusLXX 60
false witness
Cf. CORSSEN 1918, 106-114; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • ψευδομάρτυρα — τά, Α [ψευδομάρτυς, υρος] τα ψευδομαρτύρια* …   Dictionary of Greek

  • ψευδομαρτυρώ — ψευδομαρτυρῶ, έω, ΝΜΑ, και ψευτομαρτυρώ, άω Ν [ψευδομάρτυς, υρος] δίνω ψεύτικη μαρτυρία, καταθέτω ψέματα ως μάρτυρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”